- στειρότητα
- η / στειρότης, -ητος, ΝΜΑ, και στερρότης Α [στεῑρος]αδυναμία αναπαραγωγής ενός έμβιου όντος, άσχετα από την αιτία που τήν προκαλεί (α. «ανδρική στειρότητα» β. «γυναικεία στειρότητα»)νεοελλ.1. κατάσταση ενός βιολογικού μέσου, μιας ουσίας ή ενός οποιουδήποτε αντικειμένου που είναι ελεύθερο από βακτηριακά σπόρια2. (γενετ.) ολική ή μερική αδυναμία παραγωγής λειτουργικών γαμετών ή βιώσιμων ζυγωτών3. φρ. α) «γαμετική στειρότητα» — ολική ή μερική αδυναμία παραγωγής λειτουργικών γαμετώνβ) «ζυγωτική στειρότητα» — ολική ή μερική αδυναμία παραγωγής βιώσιμων ζυγωτώνγ) «γενετική στειρότητα» — στειρότητα που ρυθμίζεται από γονίδια τα οποία προσφέρονται από τους δύο γονείςδ) «ενδοειδική στειρότητα» — αδυναμία διασταύρωσης μεταξύ δύο συγγενικών ειδώνε) «χρωμοσωμικής προέλευσης στειρότητα» — στειρότητα που οφείλεται στο ότι τα χρωμοσώματα διαφέρουν ως προς τον αριθμό τών ζευγών τα οποία υπάρχουν στους πυρήνες τού κάθε είδουςστ) «μορφολογική στειρότητα»(κτην.) στειρότητα που οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες ή σε πρωτογενείς αλλοιώσεις τού συστήματος ελέγχου τών γεννητικών λειτουργιών ή τού ίδιου τού γεννητικού συστήματοςζ) «λειτουργική στειρότητα»(κτην.) στειρότητα που οφείλεται σε λειτουργικές διαταραχές, χωρίς το σύστημα ελέγχου τών γεννητικών λειτουργειών ή το ίδιο το γεννητικό σύστημα να έχει ανατομική βλάβη.
Dictionary of Greek. 2013.